Ο θυρεοειδής αδένας είναι ένας πολύ σημαντικός αδένας του ενδοκρινικού συστήματος και βρίσκεται μπροστά στο λαιμό, κάτω ακριβώς από το λάρυγγα. Έχει σχήμα «πεταλούδας» και αποτελείται από δύο ή τρεις λοβούς, το ΔΕ και τον ΑΡ, που ενώνονται μεταξύ τους με τον ισθμό και τον πυραμοειδή λοβό. Έχει βάρος 20 gr περίπου.
Παράγει τρεις ορμόνες τη θυροξίνη (γνωστή ως Τ4), την τριϊωδοθυρονίνη (γνωστή ως Τ3) και την καλσιτονίνη. Η έκκριση Τ3 και Τ4 ρυθμίζεται από μία άλλη ορμόνη την θυρεοειδοτρόπο (γνωστή ως TSH) που παράγεται από έναν άλλο σπουδαίο αδένα που βρίσκεται στην βάση του εγκεφάλου και ονομάζεται υπόφυση.
Για να μπορέσει ο θυρεοειδής να συνθέσει Τ3 και Τ4 χρειάζεται ιώδιο, το οποίο το βρίσκει στις τροφές και στο νερό. Τα θαλασσινά είναι τροφές πλούσιες σε ιώδιο.
Οι Τ3 και Τ4 παίζουν σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση του μεταβολισμού του κυττάρου. Στα βρέφη και στα παιδιά οι ορμόνες αυτές είναι πολύ σημαντικές για την πνευματική και σωματική τους ανάπτυξη.
Η καλσιτονίνη, μαζί με άλλες ορμόνες, ρυθμίζει το μεταβολισμό του ασβεστίου.
Οι παθήσεις του θυρεοειδούς αδένα εκδηλώνονται ως πρόβλημα διαταραχής είτε της «λειτουργίας» είτε της «μορφολογίας» του ή ως «μικτό πρόβλημα» με διαταραχή τόσο της λειτουργίας όσο και της μορφολογίας του αδένα.
Διαταραχή της λειτουργίας του θυρεοειδούς αδένα έχουμε στον υπερθυρεοειδισμό (αυξημένη παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών Τ3 και Τ4) και στον υποθυρεοειδισμό (μειωμένη παραγωγή Τ3 και Τ4), ενώ πρόβλημα «μορφολογίας» έχουμε στις πολυοζώδεις βρογχοκήλες (πολλοί όζοι, πολλά δηλαδή «γρομπαλάκια», πάνω στο θυρεοειδή, ο οποίος συνήθως έχει και αυξημένο μέγεθος) ή στους μονήρεις όζους του θυρεοειδούς.
Κλινικά συμπτώματα υπάρχουν μόνο στις περιπτώσεις που έχουμε διαταραχή της λειτουργίας του αδένα (δηλαδή υπερθυρεοειδισμό ή υποθυρεοειδισμό) ή σε μικτού τύπου διαταραχή. Οι πολυοζώδεις βρογχοκήλες στην πλειονότητα των περιπτώσεων παρουσιάζονται χωρίς συμπτώματα (και τις λέμε ευθυρεοειδικές).
Στις περισσότερες περιπτώσεις η ανακάλυψή τους είναι τυχαία και ο άρρωστος συνήθως εκπλήσσεται, αφού όπως λέει «δεν αισθάνεται τίποτα και οι εξετάσεις αίματος για τον θυρεοειδή που έκανε στο παρελθόν δεν είχαν δείξει τίποτα».Εξαίρεση αποτελούν πολύ μεγάλες βρογχοκήλες, οι οποίες μπορεί να προκαλούν συμπτώματα από την πίεση που ασκούν σε όργανα του τραχήλου (στον οισοφάγο ή στη τραχεία).
Τα συνηθέστερα συμπτώματα, για τα οποία παραπονιέται ο άρρωστος στον υπερθυρεοειδισμό, είναι: νευρικότητα, ταχυκαρδίες, εύκολη κόπωση, αϋπνίες, εφιδρώσεις, ενώ στον υποθυρεοειδισμό: κούραση, αύξηση του βάρους, νωθρότητα και ευαισθησία στο κρύο.
Τη λειτουργία του αδένα μπορούμε πολύ εύκολα να την ελέγξουμε κάνοντας μία εξέταση αίματος Τ3, Τ4 και TSH.
Τη μορφολογία του αδένα (για όζους) την ελέγχουμε κάνοντας ένα υπερηχογράφημα θυρεοειδούς.
Όταν ανακαλυφθούν όζοι στον θυρεοειδή, αυτό που κυρίως ενδιαφέρει είναι να μάθουμε από τι κύτταρα αποτελούνται αυτοί οι όζοι: από καλοήθη, κακοήθη ή ύποπτα; Μία απάντηση πριν το χειρουργείο, με σημαντική διαγνωστική ακρίβεια, μπορούμε να έχουμε κάνοντας μία παρακέντηση του όζου με λεπτή βελόνα (FNA) και κυτταρολογική εξέταση του υλικού που αναρροφήθηκε.
Η αντιμετώπιση του υπερθυρεοειδισμού, μετά από μία συνήθη προσπάθεια συντηρητικής θεραπείας με φάρμακα που μειώνουν την παραγωγή των ορμονών από το θυρεοειδή αδένα (αντιθυρεοειδικά φάρμακα), είναι βασικά χειρουργική ή σπανιότερα θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο (Ι131). Ο υποθυρεοειδισμός αντιμετωπίζεται συντηρητικά με λήψη θυροξίνης από το στόμα.
Οι πολυοζώδεις βρογχοκήλες και οι μονήρεις όζοι του θυρεοειδούς, όταν ο γιατρός το κρίνει, οδηγούνται στο χειρουργείο, όπου είτε αφαιρείται συνήθως όλος (ολική θυρεοειδεκτομή) είτε σπανιότερα ο μισός θυρεοειδής αδένας (ημιθυρεοειδεκτομή), ανάλογα με την εκτίμηση της κατάστασης από τον γιατρό και μετά από συζήτηση με τον άρρωστο.